“…κι άλλος σκυφτά ζει πλάι σε άλλους σκυφτούς...” δεληβοριας φ.
a. ξυπναει με τα ρουχα στον καναπε. απεναντι του η τηλεοραση πουλαει οργανα γυμναστικης. μαλλον δεν θαχει ξημερωσει ακομη. αρχιζει να ψαχνει με τις παλαμες, βρισκει το τηλεκοντρολ και κλεινει την τηλεοραση, βρισκει τα τσιγαρα του, ανοιγει το πακετο, αδειο αλλα εχει αλλο ενα στο τζακετ του. σηκωνεται και ξεκιναει το περπατημα. πανω κατω, πανω κατω, απο τοιχο σε τοιχο ξανα και ξανα μεσα στο δωματιο. οι κουρτινες ειναι τραβηγμενες και τα παραθυροφυλλα κλειστα. πανω κατω, πανω κατω.
περνουν ωρες. απο τοιχο σε τοιχο περνουν ωρες. περπατωντας και μουρμουριζοντας. πανω κατω. μουρμουριζει τα λογια του. ταχει μαθει απεξω τοσες φορες που ετοιμαστηκε να τα πει και τα κανει μια ακομη προβα. προβα που γινεται πανω κατω και πανω κατω ξανα και ξανα, απο τοιχο σε τοιχο. στα διαλλειματα κανει τα απαραιτητα. νερο, φα'ι', τσιγαρο, χεσιμο, τσιγαρο, καφες, νερο. απο τοιχο σε τοιχο περνουν κι αλλες ωρες. μπορει και να χει νυχτωσει παλι. δεν εχει σημασια. πλεον δεν τον απασχολει ποια θαταν η καλυτερη ωρα να παρει τηλεφωνο αλλα ποτε θα μπορεσει αυτος να ξαναδοκιμασει. στο μεταξυ πανω κατω και απο τοιχο σε τοιχο -ανθρωπινο εκκρεμες- δινει το δικο του ρυθμο στο χρονο. μεσα του ξερει πως καποτε οι δεικτες θα συναντηθουν στο ''ακριβως''. μεχρι τοτε θα λιωνει πηγαινοερχομενος πανω και κατω, απο τον ενα τοιχο στον αλλο.
“In spite of a warning voice that comes in the nightAnd repeats, repeats in my ear''Dont you know little fool, you never can winUse your mentality, wake up to reality''But each time I do, just the thought of youMakes me stop before I begin” cole porter
b.''Ιδου, κυριες και κυριοι, ο ανθρωπος-οβιδα θα μπει στο κανονι και θα εκσφενδινιστει σε τροχια γυρω απο τη γη' Ιδου, οανθρωπος-βομβα ζωσμενος με εκρηκτικα δε φοβαται το θανατο, δε φοβαται να σκορπιστει σε κομματακια' Ιδου ο φλεγομενος ανθρωπος, αυτοπυρποληθεις τρεχει προς τα συντριβανια διαμαρτηρομενος''
''Εξηνταεννια, ογδονταεπτα, εξι.." ψυθιριζει τον αριθμο του τηλεφωνου. στο ενα χερι σφιγγει το ακουστικο, στο αλλο χερι ο δεικτης τεντωνεται και περιμενεισα βελος σε ετοιμο τοξο. ''Εξηνταεννια, ογδονταεπτα, εξι..'' σταματα για μια στιγμη. εισπνοη, εκπνοη, κοιταζει το τεντωμενο δαχτυλο επιμονα, αλληθωριζει, το βλεπει διπλο: δυο δεικτες που απομακρυνονται και ξαναενωνονται. στο ''ακριβως''. ξεκιναει: εξηνταεννια, ογδονταεπτα, εξι.. το ξανασκεφτεται. γνεται ολοκληρος ενας οργανισμος που δουλευει για ενα σκοπο, χιλιαδες ανθρωποι μεσα του ολοι για το κοινο αποτελεσμα. συνεχιζει να πληκτρολογει... πεντε...
4, 3, 2, 1, 0
τα θεμελια τρανταζονται, οι τουρμπινες φλεγονται, η τροφοδοσια καυσιμου κειτουργει κανονικα, θορυβος παντου, η πολυκατοικια σειεται και αρχιζει να ανυψωνεται. αποκολλαται απο την διπλανη πολυκατοικια, πολυχρωμα λαμπακια αναβουν, ολες οι ενδειξεις o.k. απογειωση o.k ....o.k...o.k..o.k
τρεχει να τραβηξει τις κουρτινες, σπρωχνει τα παραθυροφυλλα, κοιταζει εξω, ενα πληθος με σερπαντινες και σημαιακια τον χαιρετα, καποιοι χειροκροτουν, ζητωκραυγαζουν ''ζητω, ζητω, ζητουτ, ζηη τουτ, ττοοουυττ, ττοουυυττ ττοοουυυυτ...''. καλει
c. οσο η πολυκατοικια διασχιζει την ατμοσφαιρα τοσο τραβιεται το εξωτερικο καλωδιο του τηλεφωνου και ξηλωνεται. το τηλεφωνο βουβο. εκεινος μενει καγκελο. την πουτσισε. ποσο θα κανει τωρα η υπερπλανητικη κληση απο κει που θα προσεδαφιστει; μηπως να ζητησει δανεικα απο τους γειτονες των αλλων οροφων που ετσι κι αλλιως τους πηρε μαζι του;
Στ' άχτι
-
Κάθε φορά που αδειάζω το τασάκι ξαναγεννιέμαι Κανείς δεν σ΄αγαπά αν δεν σε
ξέρει μες τις στάχτες σου Ψάχνοντας βρήκα εσένα πριν, μετά εμένα Ανάμεσα
στο θαύ...
Πριν από 2 χρόνια
1 σχόλια:
σχόλιο στο περιθώριο...