Ειχε μια κουφόβραση τη μέρα εκείνη άλλο πράγμα. πολύ το χε μετανοιώσει που θά παιρνε το λεωφορείο για το φραγειο του, αλλά ήταν τόσος καιρός που τούχε καρφωθεί η επιθυμία αυτή στο κεφάλι. Να πάει στη δουλειά όπως πήγαινε παλιά, πριν την ραγδαία ανέλιξή του από τυχαίο στέλεχος σε διευθυντή. Ήθελε να κάτσει στη στάση και να περιμένει -στο μεταξύ θα ρχόταν και ο παλιόφιλός του, εκείνος που τους είχαν πάρει μαζί στη δουλειά, στη δεύτερη στάση θανέβαιναν και οι όμορφες κοπέλες που και αυτές δουλευαν στην ίδια εταιρεία και μερικές φορές τα λέγανε στο φωτοτυπικό και ολα θα ήταν ευδιάθετακαι απροβλημάτιστα όπως παλιά, άσχετα πως και τότε του φαινόταν πως είχε πάμπολλα προβλήματα. Έφτανε, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως η ζωή είναι δύσκολη για όλους ανεξαρτήτως συνθηκών. Αυτή η ευκολία του στα συπεράσματα ήταν μάλλον που του έδωσε τέτοια ώθηση στην καριέρα του. Είχε φτάσει προ πολλού και σ αυτό το συμπέρασμα.
Στη στάση περίμενε πλάι του ένα τσούρμο αγνώστων. Μόνο ένας του φαινόταν γνωστός, κάποιος υφιστάμενός του θάταν, μα ενώ λαχταρούσε μια χαιρετούρα σα διευθυντής που ήταν δεν θα χαιρετούσε πρώτος. Συνέχιζε όμως να κοιτά με την άκρη του ματιού του τον άντρα, μήοως ερχόταν προς το μέρος του και τότε θα τον εξέπλητε με το πόσο εγκάρδιος θα μπορούσε να γίνει ένας διευθυντής. Ο άντρας πάλι σαν νάκανε πως δεν τον είχε προσέξει. Έσφιγγε νευρικά το κινητό του στο χέρι και κοιτούσε από την άλλη μεριά έναν κουρελή που ερχόταν απο μακριά αλαφροπατώντας τις πλάκες του πεζοδρομίου. Ο διευθυντής έβγαλε τα ακόλουθα συμπεράσματα: α) ο υφιστάμενός του δεν τον συμπαθούσε ή β) ο υφιστάμενός του ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που κοιμούνται όρθιοι...
Στο μεταξύ -και μέχρι να έρθει το λεωφορείο- ο άνθρωπος με τα κουρελιασμένα ρούχα πλησίαζε. Κατευθυνόταν προς τη στάση και ο διευθυντής έφτασε στο συμπέρασμα πως θα επρόκειτο περί ζητιάνου. Και βασικά είχε δίκιο. επιβεβαιώθηκε μόλις ο ζήτουλας άρχισε να μιλά στον άντρα με το νευρικό κινητο και το αλλού στραμμένο βλέμα:
''Άνθρωπε που περιμένεις σ αυτήν την άκρη, δεν θέλω λεφτά, δεν θέλω συμπάθεια, αλλαγή θέλω. Κάποτε ήμουν καλύτερος άνθρωπος. Όταν ήμουν μικρός είχα την καλύτρη οικογένεια, ώσπου χώρισαν οι γονείς μου και δεν ξαναείδα την μάνα μου. Αλλά στάθηκα στα πόδια μου. Είχα και τους καλύτερους φίλους μου και πηγαίναμε τις κυριακές να δούμε την καλύτερη ομάδα του πρωταθλήματος. Σιγά-σιγά οι φίλοι αραίωσαν και η ομάδα έπεσε κατηγορία. Είχα και το καλύτερο αυτοκίνητο και το βρήκα ένα πρωί σμπαράλια. Η γυναίκα μου ήταν η καλύτερη γυναίκα του κοσμου, αλλά δεν μαγαπούσε κι έφυγε. Δε λύγισα. Οσκύλος μου ήταν ο καλύτερος σκύλος και μου τον πάτησε αυτοκίνητο.Είχα πάρει και το καλύτερο δάνειο με τους καλυτερους όρους για μια καλύτερη ζωή και να! εδώ είμαι άστεγος, άπορος, άθλιος.
Άνθρωπε ποου στέκεσαι και περιμένεις δεν ζήτησα τίποτα υπερβολικό, όμως αλλάξαν οι καιροί και τώρα δεν έχω τίποτα. Ούτε τώρα ζητάω. Αλλαγή θέλω. Να αλλάξουν όλα πάλι. Σε καταλαβαίνω που με κοιτάς έτσι -πόσο εύκολα να ζητήσεις εσύ την αλλαγή όταν σου προσφέρονται όλο και περισσότερα; Όμως κοίτα με στα μάτια. Πώς προσαρμόζεται κανείς σε κάτι κατώτερο; Μα η εμπειρία δεν σταματά να αυξάνεται ποτέ. Μας οδηγεί στις σωστές πράξεις. Αυτό προσφέρω: και για αντάλλαγμα ζητώ αλλαγή..''
Το λεωφορείο έρχεται και σταματά. Ξεφυσώντας ανοίγει τις πόρτες του. Ακολουθεί πανδαιμόνιο. Άλλοι σπρώχνουν κι άλλοι σπρωχνονται, κόσμος προσπαθεί νανέβει ενώ κόσμος βρίζοντας επιχειρούν να κατέβουν, μια γριά έχει ανεβάσει το ένα πόδι στο σκαλοπάτι και από πίσω την σπρώχνουν γιανα φέρει πάνω και το άλλο πόδι, ένας τύπος κλείνει το δρόμο προς την είσοδο ψάχνοντας στις τσέπες το εισιτήριό του, ο διευθυντής στριμώχνεται, ο ζητιάνος συνεχίζει να μιλά, ζέστη, νεύρα, το κέντρο της πόλης. Οδιευθυντής αποφασίζει να δείξει σε όλους από τι είναι φτιαγμένος και γέρνοντας λίγο πίσω το κορμί του παίρνει φόρα για ένα θεαματικό stage diving. Πιάνει το χαρτοφύλακά του με τα δόντια, βάζει τις παλάμες του στους ώμους του μπροστινού του, τον υπερπηδά, πατάει στην πλάτη της γριάς, απογειώνεται και οριζοντίως προσγειώνεται στα υψωμένα χέρια των εν λεωφορείω επιβατών που ο ένας τον δίνει στον άλλο και αύτος σε άλλον και πάει λέγοντας ώσπου ο διευθυντής βλέπει πως περνάει δίπλα από μια άδεια θέση και με μία εναέρια χορευτική φιγούρα στρογγυλοκάθεται σα κύριος. Έξω ο υφιστάμενος του δε μπορεί να γλιτώσει από το ζητιάνο ενώ οι πόρτες του λεωφορείου κλείνουν με αναστεναγμόκαι το πανυγήρι τελειώνει. Ο διευθυντής βολεύεται, σίνει σε κάποιον ένα εισιτήριο να του το χτυπήσει, κοιτάζει πάλι τον άντρα που συνομιλεί με το ζητιάνο έξω από το παράθυρο, σκέφτεται ότι είχε ξεχάσει τι μπορεί να τύχει σε κάποιον όταν αργεί στη δουλειά, κλείνει τα μάτια και χαλαρώνει [...]
Ανοίγει τα μάτια νωχελικά. Όλα μοιάζουν διαφορετικά. Ακόμη και ο ίδιος αισθάνεται αλλιώς. Τα χέρια του. Τα χέρια του είναι μαύρα/έγχρωμα/african american. Γελά. Τα πάλλευκα νέγρικα δόντια του αστράφτουν. Το ξέρει, δεν είναι πια ο ίδιος. Είναι ο Obama.
''Είδες τι έκανες τώρα ρε φίλε;'' έιπε ο άντρας στο ζητιάνο. ''Έχασα το λεωφορείο μου και θα αργήσω στη δουλειά και εκείνος που μπήκε πετώντας στο λεωφορείο είναι ο μαλάκας ο διευθυντής μου. Σίγουρα θα έφτασε στο συμπέρασμα πως επίτηδες δεν μπήκα στο λεωφορείο. Με γάμησες κανονικά, άντε τώρα να βρώ ταξί.''
Ο ζήτουλας δεν μιλά. Τεντώνει το χέρι και σταματά ένα ταξί, ανοίγει την πόρτα για τον άντρα που περίμενε, ο αντρας μπαίνει μέσα, ο ζητίανος κλείνει με ελαφριά υπόκλιση την πόρτα το ταξι ξεκινά και ο ζητιάνος μένει μόνος του παρέα με τη στάση του λεωφορείου. Κοιτάζει ψηλά σα να ψάχνει τα πουλιά των δέντρων. για μια στιγμή βρίσκεται πάνω από τα σύννεφα. Πετά με τα χέρια ανοιχτά και τους βλέπει όλους από ψηλά. Τα ξέρει όλα. Όλα από τόση απόσταση γίνονται κατανοητά τόσο διάφανα [...]
Κατεβάζει το βλέμα νωχελικά. Ακόμη και ο ίδιος αισθάνεται αλλιώς. Τα χέρια του. Τα χέρια του είναι μαύρα/έγχρωμα/african american. Γελά. Τα πάλλευκα νέγρικα δόντια του αστράφτρουν. Το ξέρει, δεν είναι πια ο ίδιος. Είναι ο Obama.
Μέσα στο ταξί ο άντρας που περίμενε στη στάση είναι πυρ και μανία. ''Σκατά'' ξερνάει. ''Γιατί σκατά κύριος;'' ρωτάει ο ταξιτζής. Ο άντρας ξαφνιάζεται. Η φωνή αυτή ήταν τόσο οικεία, σε καθήσυχαζε, σε γαλήνευε, σε ενέπνεε. Κι όμως ο ταξιτζής δεν είχε πει τίποτα στην ουσία. Από τη φωνή και μόνο καταλάβαινες ότι ήταν ένας άνθρωπος ευτυχισμένος. Τον κοίταξε πιο προσεκτικά. Ενας όμορφος μαύρος άντρας. Τε΄λικά το κατάλαβε: ο ταξιτζής ήταν ο Obama! obama λυπήσου μας
2 σχόλια:
σχόλιο στο περιθώριο...