το σαββατοκύριακο που πέρασε τιμήθηκε η μνήμη του Γιώργη Μανουσάκη (1933-2008), φιλόλογου και λογοτέχνη. κατά την γνώμη μου ένας μοντέρνος παλιομοδίτης.
ποίηση: Το σώμα της σιωπής_1970, Τρίγλυφο_1976, Ταριχευτήριο πουλιών_1978. Χώροι αναπνοής_1988, Άνθρωποι και σκιές_1995, Στ' ακρωτήρια της ύπαρξης_2003, Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα_2005
πεζογραφία: Οδοιπορικό των Σφακιών_1980, Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα (32 μικρά πεζά)_1999, Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα_2000, Ο εθελοντής_2008
μελέτη: Η Κρήτη στο λογοτεχνικό έργο του Πρεβελάκη_1968
ενδεικτικά ακολουθεί απόσπασμα από το τελευτάιο βιβλίο του Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ εκδόσεις κίχλη, αθήνα, 2008 το οποίο εκδόθηκε μετά θάνατον..
..Ήτανε μια θάλασσα πηχτή και ύπουλη, που σου δινε την εντύπωση πως κάτι καταχθόνιο μελετά, πως δεν αποκλείεται κάποια στιγμή ν' αγριέψει και να σύρει στο βυθό της τα σκοτεινά πλεούμενα, ακόμη και την πόλη ολόκληρη που φαινότανε να ισορροπεί πάνω στα νερά.
Ο Βασίλης εκοίταζε τούτο το μελαγχολικό, σχεδόν πένθιμο τοπίο κι ένιωθε να τόνε διαποτίζει μια θλίψη που δεν είχε φανερή αιτία. Σιγά σιγά όμως ανακάλυπτε πως η θλίψη του πήγαζε από τη συμπεριφορά της Θέλμας που, όσο κι αν επροσπαθούσε, δεν μπορούσε να τήνε διώξει από τη σκέψη του, και μαζί από τα δυσάρεστα νέα που όλο κι επληθαίνανε. Είχε την εντύπωση πως η τεφρή εικόνα που 'βλεπε δεν αποτελούσε μια πραγματικότητα παρά τα υπολείμματα ενός δυσάρεστου ονείρου που επίμεναν να επιζούνε.
Επήρε ανάστροφα τον καλντιριμωτό δρόμο του Γαλατά, που 'χε κατεβεί. Τα σπίτια τον εκοιτάζανε βοουβά κι από τις δυό μεριές, με τα σαχνισιά και τα παράθυρά τους άλλα ανοιχτά κι άλλα κλεισμένα. Σπάνια συναντούσε κανέναν άνθρωπο να 'ρχεται απ' αντίκρυ ή από πίσω του και να τονε προσπερνά με γοργό βήμα. Οι άνθρωποι δεν έιχαν ίσκιους, σα να ΄ρχουνταν κι αυτοί από ένα φανταστικό κόσμο.
''Πού πάω;'' αναρωτήθηκε. Βάδιζε άσκοπα, χωρίς προορισμό, έτσι, για να δώσει διέξοδο στη σκοτεινή ψυχική του διάθεση.
Δεν επέρασε πολλή ώρα κι ανακάλυψε πως επλησίαζε το γενοβέζικο πύργο. Είχε μπει μέσα σε σοκάκια στενά. στριφτά και μπερδεμένα. Σε πολλές πόρτες έστεκαν γυναίκες βαμμένες χτυπητά, που του πετούσανε λέξεις στα τούρκικα, στ' αρμένικα ή στα ρωμέικα. Είχε μπει στο οροσπουλούκ, στα πορνεία του Γαλατά. Έξον από τις γυναίκες στις πόρτες, τριγυρίζανε στα σοκάκια σκουντουφλιασμένοι κιουλάν μπέηδες, οι μάγκες του μαχαλά, όλος ο καχπέ ντουνιάς, ο πρόστυχος κόσμος των μπουρδέλων.
Ξάφνου, ύστερα από τόσον καιρό, του 'ρθε η όρεξη να μπεί σ' ένα από τα ''σπίτια''. Πιο πολύ μήπως διώξει από μέσα του την τεφρή ομίχλη, που τον είχε κυριέυσει.
0 σχόλια:
σχόλιο στο περιθώριο...