η μεταμόρφωση

Ενα πρωί ο Ιωσήφ Κάπας ξύπνησε πάνω στο κρεββάτι του με φριχτούς πονοκεφάλους. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του αλλά δεν τα κατάφερνε. Δοκίμασε να τα τρίψει αλλά ένα παχύ στρώμα τσίμπλας τα κρατούσε σφαλισμένα.
' τί διάολο συμβαίνει πάλι;' αναρωτήθηκε ψάχνοντας το δρόμο του μέχρι το μπάνιο. Ολο τον τελευταίο καιρό κάτι δεν πήγαινε καλα.

Στο μπάνιο γέμιζε τις χούφτες του και έριχνε άφθονο νερό στο πρόσωπό του για αρκετή ώρα. Απ΄έξω ακούστηκε η φωνή της αδερφής του:
' Ιωσήφ, τελειώνεις εκεί μέσα; θέλω να μπώ και γώ και βιάζομαι κάπως.'
' Τώρα, Ολγα, κάνε δυό λεπτά υπομονή γαμώτο μου' απάντησε με ταραγμένη φωνή. 'Κάτι μου χει πειράξει τα μάτια'
'Να μπώ να σε βοηθήσω Ιωσήφ;'
'Οχι εντάξει θα τα καταφέρω και μόνος'

Σιγά-σιγά ο Ιωσηφ κατάφερε να ανοίξει λιγάκι πρώτα το δεξί και μετά το αριστερό μάτι. Μην φανταστείς αγαπητέ αναγνώστη ότι κατάφερε να τα ανοίξει διάπλατα. Λιγουλάκι μόνο σα δυο ξαπλωτές χαραμαδες που επέτρεπαν να περάσει ελάχιστο φως. Ουτε έβλεπε καλά. Ολα φαίνονταν παραμορφωμένα και θολά , δεν μπορούσε να ξεδιακρίνει ακριβώς το είδωλό του μπροστά στον καθρέπτη, μόνο τη σιλουέττα του ξεχώριζε αχνά.

Όλγα, μπές μέσα να με βοηθήσεις' φώναξε στην αδερφή του. 'Δεν βλέπω, ρε πούστη, καθαρά, δεν καταλαβαίνω τί σκατά έχω, επιπεφυκιτιδα είναι, κάποια μαλακία, πρωί-πρωί πάλι (πάντα), το κέρατό μου μέσα..'
Της Ολγας δεν της άρεσε που ο αδερφός της έβριζε. Ειδικά τα πρωινά όταν όλη η οικογένεια έκανε ουρά έξω από το μπάνιο, αν ο Ιωσήφ τύχαινε να ξυπνήσει τελευταίος άρχιζε η μέρα ολονών με χριστοπαναγίες. Ο Ιωσήφ ξεκινούσε πάντα το ίδιο τροπάρι, ότι μόνο αυτός δουλεύει για να συντηρεί την οικογένεια, ότι άν δεν είχαν εκείνον με την ψωροσύνταξη του πατέρα θα τους είχε πάρει όλους ο διάολος και ότι του είχαν καταστρέψει τη ζωή και μάλλον είχαν βαλθεί να του καταστρέψουν και τα εντόσθια. Η Ολγα που ήταν η μικρότερη και ακόμα πηγαινε σχολείο, τον αγαπούσε πολύ τον αδερφό της αλλά τα μπινελίκια του δεν τα άντεχε. Καταλαβαινε ότι τα μπινελίκια απευθύνονταν κυρίως στις δύο μεγαλύτερες αδερφές της, που ήταν ηλικιακά ανάμεσα σε εκείνη και τον Ιωσήφ, αλλά ήταν ένα άδολο και σεμνό κορίτσι και τέτοιες σκηνές την στεναχωρούσαν και την έκαναν να κοκκινίζει.
Κατακόκκινη λοιπόν, γύρισε το πόμολο της πόρτας και μπήκε για να αντικρύσει έναν κατακίτρινο Ιωσήφ.

'Ιωσήφ, είσαι κατάχλωμος, θεέ μου! Κατακίτρινος! Το πρόσωπό σου, τα μάτια σου, Ιωσήφ, τα ματάκια σου..' ανέκραξε το κορίτσι τρομοκρατημένο μπροστά στη θέα του αδερφού της. Ο Ιωσήφ τά έχασε. Συνειδητοποίησε ότι είχε υποβιβάσει τα πράγματα. Η αδερφή του βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση. Αρχισε να νοίωθει τον πανικό να προσπαθεί να τρυπώσει βαθιά μέσα στην ψυχή του.
'Πρέπει να μείνω ψύχραιμος' σκέφτηκε. 'Τί έχω Ολγα; Τί βλέπεις; Πες μου και μην αναστατώνεσαι σε παρακαλώ. Βοήθησέ με αδερφούλα μου'
Η κοπέλα πήρε δυό τρείς γρήγορες ανάσες. Προσπάθησε να συνέλθει για να εξηγήσει στον αδερφό της.
'Τα μάτια σου Ιωσήφ, είναι σαν, σαν σχιστά. Παράξενα. Εχεις τα μάτια κάποιου άλλου. Σαν μάτια κινέζου, μισάνοιχτα και με πεσμένα βλέφαρα'

Ο Ιωσήφ δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Σήκωσε το χέρι του και το κατέβασε με δύναμη στο νιπτήρα. Αμέσως άκουσε το θόρυβο του νιπτήρα που έσπασε.
'Ιωσήφ' ψέλισε η αδερφή του 'ξέρεις κουνγκ φου;'
Τα αφτιά του Ιωσήφ αρχισαν να βουίζουν. Η μόνη λέξη που κατάλαβε από αυτό που του πε η αδερφή του ήταν η λέξη:

功夫


Την ίδια ώρα ο Τζιαμπάο προσγειωνόταν στην αθήνα.


0 σχόλια:

σχόλιο στο περιθώριο...