Ο σπουδαίος Μιχάλης Γενίτσαρης, ρεμπέτης και αντιστασιακός σαλταδόρος, αφηγείται για την εξορία του στην 'Ιο, νησί όπου το σκοτεινό καθεστώς Μεταξά εξόριζε κυρίως τοξικομανείς. Τότε η 'Ιος, τώρα η Αμυγδαλέζα, όμως οι καταστάσεις παρουσιάζουν πολλές ανατριχιαστικές ομοιότητες. Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Χατζηδούλη "Ρεμπέτικη ιστορία", εκδόσεις Νεφέλη.
Θυμάμαι, ήταν πέντε η ώρα το πρωί κι έκανα βόλτες στην αυλή του σπιτιού μου και η μάνα μου είχε ψήσει καφέ για να πιούμε. Ήταν λίγες μέρες μετά τις φασαρίες στην Ομόνοια. Ακόμα ήμουνα τραυματισμένος και πόναγα φοβερά.
Ξαφνικά εκείνο το πρωινό ακούμε την πόρτα να χτυπάει. Ρωτάει η μάνα μου ποιός είναι κι ακούει μιά φωνή που λέει: "Θέλουμε να δούμε λίγο το Μιχάλη." Η μάνα μου νόμιζε ότι ήταν κανας φίλος μου και ανοίγει. Μόλις ανοίγει, μπουκάρουνε 5-6 της Ασφάλειας και μου λένε να ντυθώ, για να με πάνε κάτω. Τους είπα: "Εχθές ακόμα μ' αφήσατε." Αυτοί είπανε τότες, ότι με θέλουνε μόνο για μιά κατάθεση. Τους πίστεψα και βγήκα.
Μόλις βγήκα έξω, βλέπω την κλούβα που περίμενε στην πόρτα, και με βάζουν γραμμή στην Ασφάλεια, στον προϊστάμενό τους. Αυτός μου παρουσιάζει κάποιο χαρτί και με βάζει να το υπογράψω. Τον ρώτησα "τί είναι το χαρτί αυτό;" "Επειδή", μου λέει, "είναι τώρα καλοκαίρι, σε στέλνουμε να παραθερίσεις, ένα χρόνο εξορία". Τότες ρώτησα και μού πε ότι θα πάω στη Νιό.
Μου πε ακόμα ο προϊστάμενος ότι με στέλνουνε στη Νιό εξορία σαν "Δημόσιο επικίνδυνο". Έτσι μού πε. Υπογράφω το χαρτί και με στέλνουνε, με άλλους πέντε, με την κλούβα, στο Μεταγωγών Πειραιώς. [...]
Φτάνουμε στη Νιό και με πάνε γραμμή για τη χωροφυλακή του νησιού, κι απο κει στο χωριό του νησιού, που είχε περίπου τα εκατό σπίτια, όλα κι όλα. Εκεί μου δίνουνε βιβλιαράκι να πηγαίνω στον μπακάλη να ψωνίζω, για να τρώω. Είχα δικαίωμα να αγοράζω τρόφιμα δέκα δραχμές τη μέρα, σαν εξόριστος.
Μού πανε να πηγαίνω και στη χωροφυλακή δύο φορές τη μέρα να δίνω, "παρών". Προχωράω προς το κέντρο του χωριού και η πρώτη κουβέντα που άκουσα απο τους ντόπιους ήταν: "Άντε αφορισμένε". Όλους τους εξόριστους οι χωριάτες τους λέγανε "αφορισμένους". Πολύ χαμούρες ήτανε οι ντόπιοι! Αφού, κρατάγανε ραβδιά, απο γερό ξύλο, και άμα κάνανε τίποτα οι εξόριστοι ή αργούσανε στο "παρών", τους βαράγανε οι χωροφύλακες, τους βαράγανε και οι ντόπιοι. Χαμούρες!
Οι χωροφύλακες εκεί δεν είχανε γκλόπς. Είχανε κι αυτοί ραβδιά, από γερά ξύλα του χωριού.
Προχωράω λίγο σ' ένα δρομάκι και βλέπω τους άλλους εξόριστους που κάνανε βόλτες έξω από μιάν εκκλησία. Εγώ σκεπτόμουνα να βρώ μέρος για να κοιμάμαι. Σε μιά στιγμή παίρνει το μάτι μου τον Ανέστο το Δελιά. [...] Μόλις τον είδα σα να είδα το θεό μου. Θά χα ένα φίλο μου εκεί στην εξορία. Χαιρετηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, και με δυο λόγια, μέση - άκρη, του εξήγησα τί έγινε και έφτασα εκεί. Μου παίρνει τη μιά βαλίτσα από το χέρι και με πάει να κοιμηθώ σ΄έναν αχυρώνα. που ακριβώς απο πάνω είχε νοικιάσει ένα δωματιάκι ο Ανέστος με κάποιον άλλο μαζί που τον λέγανε Σπύρο Παπαδόπουλο. Αυτός ο Παπαδόπουλος ήταν απο πολύ καλή οικογένεια αλλά ήτανε πρεζάκιας.[...]
Όλοι κοιμόντουσαν σε αχούρια, σε παλιόσπιτα γκρεμισμένα, σε άλλα που τα είχανε φιάξει απο καλάμια και απο πάνω είχε χώμα. Πλήρωναν όλοι νοίκι στους χωριάτες. Είχε εκεί περίπου εκατό πρεζάκηδες, καμιά δεκαριά ζωοκλέφτες και ο μόνος "Δημόσιος επικίνδυνος" ήμουνα εγώ. Όλοι αυτοί που είπα ήτανε εξόριστοι. Τους αριστερούς ο Μεταξάς τους έστελνε σε άλλα νησιά. Όχι με τους πρεζάκηδες και τους άλλους. Καλό ήτανε αυτό. Τί δουλειά είχανε με τους άλλους οι αριστεροί; Αλλοι ήτανε αυτοί, άλλοι οι εξόριστοι της Νιός.[...]
Ξαφνικά, βλέπω τη νύχτα, ν' ανάβει στο δωμάτιο ένα κερί. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαμε ανάψει φώς. Βλέπω τον Ανέστο και τον άλλο, τον Παπαδόπουλο, να έχουνε πάει στη γωνιά του αχυρώνα και να έχουνε ένα κουτάλι απάνω στο κερί, ενώ ο Παπαδόπουλος κράταγε μιά σύριγγα. Εγώ τους κοίταγα, αλλα αυτοί τη δουλειά τους, σαν να μην έτρεχε τίποτα.
Δένει ο Δελιάς το χέρι του και ο άλλος του έκανε ένεση. Τότες κατάλαβα τί γινότανε. Πρεζάκηδες και οι δύο κι ο ένας έκανε του αλλουνού ενέσεις. Τους είδα και γλαρώσανε και μιλάγανε βαριά. Τους ρώτησα που βρίσκουνε την πρέζα. "Δεν είδες", μου λέει ο Δελιάς, "που έδωσα το βιβλίο μου (σημ.: αναφέρεται στο βιβλίο με τα δελτία για τα ψώνια) για 15 μέρες;" Αυτός ο μάγειρας πούλαγε την πρέζα. Ητανε και παλιατζής αυτός ο Άγγελος ο μάγειρας και έγδυνε όλους τους πρεζάκηδες. Έπαιρνε απο τους εξόριστους ρούχα, λεφτά, ρολόγια, δαχτυλίδια - ό,τι είχανε- κι ερχόταν στην Αθήνα και τα πούλαγε.
Έκανε τα δρομολόγια αυτά, πούλαγε τα πράγματα κι έφερνε στη Νιό πρέζα. Έβγαζε πολλά λεφτά. Το μαγέρικο τό χε για καμουφλάζ. Αλλά ήτανε εις γνώση της χωροφυλακής, αυτό που έκανε αυτός. Τα ξέραν όλα. Πολλή πρέζα κυκλοφορούσε στο νησί. Γιατί όλοι οι εξόριστοι, οι περισσότεροι, ερχόντουσαν από τις φυλακές. Επι Μεταξά, ένας πρεζάκιας έτρωγε, ας πούμε, 2 χρόνια φυλακή και άλλα 2 χρόνια εξορία. Παράδειγμα: Μόλις τελείωνε τη φυλακή, τα 2 χρόνια, τον έστελναν στη Νιό να κάνει την εξορία. Έφερναν όμως, όπως είπα, και τους ζωοκλέφτες. 'Ολοι όμως οι κατάδικοι που ερχόντουσαν στην εξορία είχαν λεφτά. Άλλοι πολλά, άλλοι λίγα, αλλά όλοι είχαν. Σε 10-15 μέρες όμως, δεν είχανε δεκάρα. Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν είχανε ούτε ρούχα να βάλουνε. Τα πουλάγανε όλα, για να πάρουνε απο το χαμούρα το μάγερα πρέζα. Πουλάγανε και το βιβλίο τους και δεν είχανε ούτε φαΐ. Δεν τους ένοιαζε όμως, γιατί το μόνο που τους ένοιαζε ήτανε να βρίσκουνε πρέζα.
Μιλάω για τους πρεζάκηδες, όχι για τους ζωοκλέφτες.
Οι πρεζάκηδες στις φυλακές δύσκολα βρίσκανε πρέζα -χασίσι υπήρχε- πρέζα δύσκολα. Κι έτσι, χρόνια στη φυλακή χωρίς πρέζα, τους πέρναγε λίγο και δεν τους ένοιαζε κι άν δεν είχανε. Μόλις όμως τους πηγαίνανε στην εξορία και βρίσκανε πρέζα αβέρτα, πλακωνόντουσαν στις ενέσεις και πουλάγανε ό,τι είχανε -μέχρι και το βιβλίο για το φαΐ τους.
Κι αυτά σε γνώση του κράτους. Όλοι τα ξέρανε. Γι' αυτό τους έγδυνε ο άλλος, ο παλιοελεεινός ο μάγερας. Είπα ότι μόλις ερχόντουσαν, σε δέκα μέρες, τά χανε πουλήσει όλα. Την πρέζα που είδα εγώ να κυκλοφορεί στην εξορία δεν την είχε όλη η Αθήνα.
Και η Νιό είχε μόνο 100 πρεζάκηδες τότες και η Αθήνα κι ο Πειραιάς είχανε χιλιάδες. Την πείνα που είδανε όλοι στην Κατοχή -να πεθαίνει ο κόσμος στους δρόμους πρησμένος απο την ασιτία- την είδα εγώ πιο μπροστά, το 1938, στην εξορία εκεί.
Πέθαιναν γυμνοί στη Νιό οι πρεζάκηδες, σαν τα σκυλιά στο δρόμο. Πέθαιναν απ' την πείνα. Πρηζόντουσαν απο την ασιτία και πέθαιναν [...]
Πεθαίνανε και τους θάβαμε εμείς, οι άλλοι εξόριστοι, στα βουνά τριγύρω, με συνοδεία τους μπάτσους. Ξέρετε πόσους έθαψα εγώ με τα χέρια μου; Δεν τους θυμάμαι πόσοι ήτανε. Σε μιά παλιά πόρτα τους βάζαμε και τους πηγαίναμε για το νεκροταφείο. Χωρίς ψάλτη και παπά. Αξέχαστα πράγματα! Αν δεν είχανε πρέζα στην εξορία θα ζούσανε. Γι' αυτό ήτανε εγκληματίας κι ο μάγερας και όλοι οι χωροφύλακες.
Λίγοι πρεζάκηδες ζήσανε στη Νιό. Αλλά κι αυτούς, τους περισσότερους, δεν τους άφησε η Κατοχή να ζήσουνε. Όλους τους πρεζάκηδες τους θέρισε η Κατοχή με τη μεγάλη πείνα.[...]
Άλλά υπήρχε κι ένας άλλος, ο Γιάννης ο χτίστης που μπορεί να ήτανε μούτρο, αλλά δεν ήτανε κακοποιός, ούτε πρεζάκιας. Τίποτα δεν ήτανε. Εγώ όταν πήγα τον είχα βρεί εκεί που τον είχανε στείλει για ενα χρόνο εξορία, με τη ρετσινιά του κακοποιού, επειδή είχε τσαμπουκάδες με το Μανιαδάκη (σημ. υφυπουργός Δημόσιας Ασφάλειας του Μεταξά) και την Ασφάλεια για ιδεολογικά. Ενας ήσυχος οικογενειάρχης ήτανε, όχι κακοποιός.
Τελείωσε ο χρόνος της εξορίας του και δεν τον αφήσανε να φύγει. Με ένα χαρτί που έστελνε ο Μανιαδάκης, τον κράταγε ένα χρόνο, μέχρι που, αντί για ένα, έκανε 3 χρόνια.[...]
Με τα πολλά, ήρθε και η σειρά μου να φύγω από το νησί αυτό, το βάρβαρο. Τέλειωσε η καταδίκη μου και γύρισα στον Πειραιά. Μετά γύρισε και ο Δελιάς. Στην εξορία, έγραψα και ένα τραγούδι που το έπαιζα μετά εδώ, στην Αθήνα, αλλά μέχρι σήμερα (σημ.: τέλη δεκαετίας '70) δεν το έχω γραμμοφωνήσει ακόμα.
Ακολουθεί το τραγούδι που ηχογραφήθηκε τελικά το 1982.
Θυμάμαι, ήταν πέντε η ώρα το πρωί κι έκανα βόλτες στην αυλή του σπιτιού μου και η μάνα μου είχε ψήσει καφέ για να πιούμε. Ήταν λίγες μέρες μετά τις φασαρίες στην Ομόνοια. Ακόμα ήμουνα τραυματισμένος και πόναγα φοβερά.
Ξαφνικά εκείνο το πρωινό ακούμε την πόρτα να χτυπάει. Ρωτάει η μάνα μου ποιός είναι κι ακούει μιά φωνή που λέει: "Θέλουμε να δούμε λίγο το Μιχάλη." Η μάνα μου νόμιζε ότι ήταν κανας φίλος μου και ανοίγει. Μόλις ανοίγει, μπουκάρουνε 5-6 της Ασφάλειας και μου λένε να ντυθώ, για να με πάνε κάτω. Τους είπα: "Εχθές ακόμα μ' αφήσατε." Αυτοί είπανε τότες, ότι με θέλουνε μόνο για μιά κατάθεση. Τους πίστεψα και βγήκα.
Μόλις βγήκα έξω, βλέπω την κλούβα που περίμενε στην πόρτα, και με βάζουν γραμμή στην Ασφάλεια, στον προϊστάμενό τους. Αυτός μου παρουσιάζει κάποιο χαρτί και με βάζει να το υπογράψω. Τον ρώτησα "τί είναι το χαρτί αυτό;" "Επειδή", μου λέει, "είναι τώρα καλοκαίρι, σε στέλνουμε να παραθερίσεις, ένα χρόνο εξορία". Τότες ρώτησα και μού πε ότι θα πάω στη Νιό.
Μου πε ακόμα ο προϊστάμενος ότι με στέλνουνε στη Νιό εξορία σαν "Δημόσιο επικίνδυνο". Έτσι μού πε. Υπογράφω το χαρτί και με στέλνουνε, με άλλους πέντε, με την κλούβα, στο Μεταγωγών Πειραιώς. [...]
Φτάνουμε στη Νιό και με πάνε γραμμή για τη χωροφυλακή του νησιού, κι απο κει στο χωριό του νησιού, που είχε περίπου τα εκατό σπίτια, όλα κι όλα. Εκεί μου δίνουνε βιβλιαράκι να πηγαίνω στον μπακάλη να ψωνίζω, για να τρώω. Είχα δικαίωμα να αγοράζω τρόφιμα δέκα δραχμές τη μέρα, σαν εξόριστος.
Μού πανε να πηγαίνω και στη χωροφυλακή δύο φορές τη μέρα να δίνω, "παρών". Προχωράω προς το κέντρο του χωριού και η πρώτη κουβέντα που άκουσα απο τους ντόπιους ήταν: "Άντε αφορισμένε". Όλους τους εξόριστους οι χωριάτες τους λέγανε "αφορισμένους". Πολύ χαμούρες ήτανε οι ντόπιοι! Αφού, κρατάγανε ραβδιά, απο γερό ξύλο, και άμα κάνανε τίποτα οι εξόριστοι ή αργούσανε στο "παρών", τους βαράγανε οι χωροφύλακες, τους βαράγανε και οι ντόπιοι. Χαμούρες!
Οι χωροφύλακες εκεί δεν είχανε γκλόπς. Είχανε κι αυτοί ραβδιά, από γερά ξύλα του χωριού.
Προχωράω λίγο σ' ένα δρομάκι και βλέπω τους άλλους εξόριστους που κάνανε βόλτες έξω από μιάν εκκλησία. Εγώ σκεπτόμουνα να βρώ μέρος για να κοιμάμαι. Σε μιά στιγμή παίρνει το μάτι μου τον Ανέστο το Δελιά. [...] Μόλις τον είδα σα να είδα το θεό μου. Θά χα ένα φίλο μου εκεί στην εξορία. Χαιρετηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, και με δυο λόγια, μέση - άκρη, του εξήγησα τί έγινε και έφτασα εκεί. Μου παίρνει τη μιά βαλίτσα από το χέρι και με πάει να κοιμηθώ σ΄έναν αχυρώνα. που ακριβώς απο πάνω είχε νοικιάσει ένα δωματιάκι ο Ανέστος με κάποιον άλλο μαζί που τον λέγανε Σπύρο Παπαδόπουλο. Αυτός ο Παπαδόπουλος ήταν απο πολύ καλή οικογένεια αλλά ήτανε πρεζάκιας.[...]
Όλοι κοιμόντουσαν σε αχούρια, σε παλιόσπιτα γκρεμισμένα, σε άλλα που τα είχανε φιάξει απο καλάμια και απο πάνω είχε χώμα. Πλήρωναν όλοι νοίκι στους χωριάτες. Είχε εκεί περίπου εκατό πρεζάκηδες, καμιά δεκαριά ζωοκλέφτες και ο μόνος "Δημόσιος επικίνδυνος" ήμουνα εγώ. Όλοι αυτοί που είπα ήτανε εξόριστοι. Τους αριστερούς ο Μεταξάς τους έστελνε σε άλλα νησιά. Όχι με τους πρεζάκηδες και τους άλλους. Καλό ήτανε αυτό. Τί δουλειά είχανε με τους άλλους οι αριστεροί; Αλλοι ήτανε αυτοί, άλλοι οι εξόριστοι της Νιός.[...]
Ξαφνικά, βλέπω τη νύχτα, ν' ανάβει στο δωμάτιο ένα κερί. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαμε ανάψει φώς. Βλέπω τον Ανέστο και τον άλλο, τον Παπαδόπουλο, να έχουνε πάει στη γωνιά του αχυρώνα και να έχουνε ένα κουτάλι απάνω στο κερί, ενώ ο Παπαδόπουλος κράταγε μιά σύριγγα. Εγώ τους κοίταγα, αλλα αυτοί τη δουλειά τους, σαν να μην έτρεχε τίποτα.
Δένει ο Δελιάς το χέρι του και ο άλλος του έκανε ένεση. Τότες κατάλαβα τί γινότανε. Πρεζάκηδες και οι δύο κι ο ένας έκανε του αλλουνού ενέσεις. Τους είδα και γλαρώσανε και μιλάγανε βαριά. Τους ρώτησα που βρίσκουνε την πρέζα. "Δεν είδες", μου λέει ο Δελιάς, "που έδωσα το βιβλίο μου (σημ.: αναφέρεται στο βιβλίο με τα δελτία για τα ψώνια) για 15 μέρες;" Αυτός ο μάγειρας πούλαγε την πρέζα. Ητανε και παλιατζής αυτός ο Άγγελος ο μάγειρας και έγδυνε όλους τους πρεζάκηδες. Έπαιρνε απο τους εξόριστους ρούχα, λεφτά, ρολόγια, δαχτυλίδια - ό,τι είχανε- κι ερχόταν στην Αθήνα και τα πούλαγε.
Έκανε τα δρομολόγια αυτά, πούλαγε τα πράγματα κι έφερνε στη Νιό πρέζα. Έβγαζε πολλά λεφτά. Το μαγέρικο τό χε για καμουφλάζ. Αλλά ήτανε εις γνώση της χωροφυλακής, αυτό που έκανε αυτός. Τα ξέραν όλα. Πολλή πρέζα κυκλοφορούσε στο νησί. Γιατί όλοι οι εξόριστοι, οι περισσότεροι, ερχόντουσαν από τις φυλακές. Επι Μεταξά, ένας πρεζάκιας έτρωγε, ας πούμε, 2 χρόνια φυλακή και άλλα 2 χρόνια εξορία. Παράδειγμα: Μόλις τελείωνε τη φυλακή, τα 2 χρόνια, τον έστελναν στη Νιό να κάνει την εξορία. Έφερναν όμως, όπως είπα, και τους ζωοκλέφτες. 'Ολοι όμως οι κατάδικοι που ερχόντουσαν στην εξορία είχαν λεφτά. Άλλοι πολλά, άλλοι λίγα, αλλά όλοι είχαν. Σε 10-15 μέρες όμως, δεν είχανε δεκάρα. Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν είχανε ούτε ρούχα να βάλουνε. Τα πουλάγανε όλα, για να πάρουνε απο το χαμούρα το μάγερα πρέζα. Πουλάγανε και το βιβλίο τους και δεν είχανε ούτε φαΐ. Δεν τους ένοιαζε όμως, γιατί το μόνο που τους ένοιαζε ήτανε να βρίσκουνε πρέζα.
Μιλάω για τους πρεζάκηδες, όχι για τους ζωοκλέφτες.
Οι πρεζάκηδες στις φυλακές δύσκολα βρίσκανε πρέζα -χασίσι υπήρχε- πρέζα δύσκολα. Κι έτσι, χρόνια στη φυλακή χωρίς πρέζα, τους πέρναγε λίγο και δεν τους ένοιαζε κι άν δεν είχανε. Μόλις όμως τους πηγαίνανε στην εξορία και βρίσκανε πρέζα αβέρτα, πλακωνόντουσαν στις ενέσεις και πουλάγανε ό,τι είχανε -μέχρι και το βιβλίο για το φαΐ τους.
Κι αυτά σε γνώση του κράτους. Όλοι τα ξέρανε. Γι' αυτό τους έγδυνε ο άλλος, ο παλιοελεεινός ο μάγερας. Είπα ότι μόλις ερχόντουσαν, σε δέκα μέρες, τά χανε πουλήσει όλα. Την πρέζα που είδα εγώ να κυκλοφορεί στην εξορία δεν την είχε όλη η Αθήνα.
Και η Νιό είχε μόνο 100 πρεζάκηδες τότες και η Αθήνα κι ο Πειραιάς είχανε χιλιάδες. Την πείνα που είδανε όλοι στην Κατοχή -να πεθαίνει ο κόσμος στους δρόμους πρησμένος απο την ασιτία- την είδα εγώ πιο μπροστά, το 1938, στην εξορία εκεί.
Πέθαιναν γυμνοί στη Νιό οι πρεζάκηδες, σαν τα σκυλιά στο δρόμο. Πέθαιναν απ' την πείνα. Πρηζόντουσαν απο την ασιτία και πέθαιναν [...]
Πεθαίνανε και τους θάβαμε εμείς, οι άλλοι εξόριστοι, στα βουνά τριγύρω, με συνοδεία τους μπάτσους. Ξέρετε πόσους έθαψα εγώ με τα χέρια μου; Δεν τους θυμάμαι πόσοι ήτανε. Σε μιά παλιά πόρτα τους βάζαμε και τους πηγαίναμε για το νεκροταφείο. Χωρίς ψάλτη και παπά. Αξέχαστα πράγματα! Αν δεν είχανε πρέζα στην εξορία θα ζούσανε. Γι' αυτό ήτανε εγκληματίας κι ο μάγερας και όλοι οι χωροφύλακες.
Λίγοι πρεζάκηδες ζήσανε στη Νιό. Αλλά κι αυτούς, τους περισσότερους, δεν τους άφησε η Κατοχή να ζήσουνε. Όλους τους πρεζάκηδες τους θέρισε η Κατοχή με τη μεγάλη πείνα.[...]
Άλλά υπήρχε κι ένας άλλος, ο Γιάννης ο χτίστης που μπορεί να ήτανε μούτρο, αλλά δεν ήτανε κακοποιός, ούτε πρεζάκιας. Τίποτα δεν ήτανε. Εγώ όταν πήγα τον είχα βρεί εκεί που τον είχανε στείλει για ενα χρόνο εξορία, με τη ρετσινιά του κακοποιού, επειδή είχε τσαμπουκάδες με το Μανιαδάκη (σημ. υφυπουργός Δημόσιας Ασφάλειας του Μεταξά) και την Ασφάλεια για ιδεολογικά. Ενας ήσυχος οικογενειάρχης ήτανε, όχι κακοποιός.
Τελείωσε ο χρόνος της εξορίας του και δεν τον αφήσανε να φύγει. Με ένα χαρτί που έστελνε ο Μανιαδάκης, τον κράταγε ένα χρόνο, μέχρι που, αντί για ένα, έκανε 3 χρόνια.[...]
Με τα πολλά, ήρθε και η σειρά μου να φύγω από το νησί αυτό, το βάρβαρο. Τέλειωσε η καταδίκη μου και γύρισα στον Πειραιά. Μετά γύρισε και ο Δελιάς. Στην εξορία, έγραψα και ένα τραγούδι που το έπαιζα μετά εδώ, στην Αθήνα, αλλά μέχρι σήμερα (σημ.: τέλη δεκαετίας '70) δεν το έχω γραμμοφωνήσει ακόμα.
Ακολουθεί το τραγούδι που ηχογραφήθηκε τελικά το 1982.
0 σχόλια:
σχόλιο στο περιθώριο...